ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΥΝΤΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ....
Όσίου Έφραὶμ τοῦ Σύρου (306-373 μ.Χ.)
Πῶς ἐγὼ ὁ ἐλάχιστος καὶ ἁμαρτωλὸς Ἐφραίμ, καὶ πλήρης πλημμελημάτων, θά μπορέσω νὰ διηγηθῶ τὰ ὑπὲρ τὴν δύναμή μου!
Ἀλλ’ ἐπειδὴ ὁ Σωτὴρ διὰ τῆς εὐσπλαχνίας Του τοὺς ἀγραμμάτους Σοφίαν ἐδίδαξε, καὶ δι’ αὐτῶν τοὺς πανταχοῦ πιστοὺς κατεφώτισε, θά ἐνδυναμώσει καὶ τὴν γλῶσσα μας πρὸς ὠφέλεια καὶ οἰκοδομή, καὶ ἐμοῦ τοῦ λέγοντος καὶ πάντων τῶν ἀκροατῶν.
Θὰ σᾶς μιλήσω μὲ ὀδύνας, καὶ θὰ εἴπω μὲ στεναγμούς, περὶ τῆς συντέλειας τοῦ κόσμου τούτου, καὶ περὶ τοῦ ἀναιδεστάτου καὶ φοβεροῦ Δράκοντος, ὁ ὁποῖος πρόκειται νὰ ταράξει ὅλη τὴν ὑπὸ τὸν Οὐρανὸ κτίση, καὶ νὰ βάλει δειλία, καὶ ἀδιαφορία, καὶ φοβερή ἀπιστία στίς καρδίες τῶν Ἀνθρώπων, καὶ νὰ κάμει τέρατα καὶ σημεῖα καὶ φόβητρα, ὥστε, ἐὰν μπορέσει, νὰ πλανήσει καὶ τοὺς ἐκλεκτούς, καὶ νὰ ἀπατήσει ὅλους διὰ ψευδῶν σημείων, καὶ διὰ φανταστικῶν τεράτων, ὑπὸ αὐτοῦ γενομένων.
Διότι κατὰ παραχώρηση τοῦ Ἁγίου Θεοῦ λαμβάνει ἐξουσία ν’ ἀπατήσει τὸν κόσμο, διότι ἐπληθύνθει ἡ ἀσέβεια τοῦ κόσμου, καὶ παντοῦ διάφορα κακὰ πράττονται. Καὶ ἐπειδὴ οἱ Ἂνθρωποι θέλησαν νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ν’ ἀγαπήσουν τὸν Πονηρό, διὰ τοῦτο ὁ Ἂχραντος Δεσπότης παραχώρησε νὰ δοκιμασθοῦν διὰ πνεύματος ἀποπλανήσεως.
Μεγάλος εἶναι ὁ ἀγώνας, Ἀδελφοί, περισσότερο στοὺς πιστούς, κατὰ τοὺς καιροὺς ἐκείνους, ὅταν γίνωνται σημεῖα καὶ τέρατα ὑπό τοῦ Δράκοντος μέ πολλή ἐξουσία• ὅταν πάλι δείχνει τόν ἑαυτό του ὡς Θεὸ διὰ φοβερῶν φαντασμάτων, καὶ ἵπταται στὸν ἀέρα, καὶ ὅλοι οἱ Δαίμονες σηκώνονται στὸν ἀέρα, σαν Ἄγγελοι, ἐμπρός στόν Τύραννο• διότι φωνάζει με πολλή δύναμη, ἀλλάσσων μορφές, καὶ ἐκφοβίζων ὑπερβολικά ὅλους τούς Ἀνθρώπους• τότε, Ἀδελφοί, ποιός θά βρεθεῖ ὀχυρωμένος, καὶ ἀσάλευτος, ἐὰν δὲν ἔχει τὸ σημεῖο στήν ψυχή του, δηλαδὴ τὴν Ἁγία Παρουσία τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν;
Ποιὸς μπορεῖ νὰ ὑποφέρει, ὅλα ὅσα, τότε θὰ συμβοῦν;
Τὴν ἀπερίγραπτη θλίψη σὲ κάθε ψυχή, ποὺ δὲν θὰ παρηγορεῖται, οὔτε θὰ ὑπάρχει γαλήνη σὲ Γῆ καὶ θάλασσα. Ὅλος ὁ κόσμος θὰ συνταράσσεται καὶ ὁ καθένας θὰ φεύγει εἰς τὰ ὅρη καὶ ἀλλὸς θὰ πεθαίνει ἀπὸ πείνα καὶ ἄλλος θὰ λειώνει σὰν τὸ κερί, ἀπὸ τὴν πολλὴ θλίψη καὶ κανεὶς δὲν θὰ μπορεῖ, νὰ τοὺς σώσει. Καὶ ὅλοι μὲ δάκρυα στὰ μάτια καὶ διακαῆ πόθο, θὰ ρωτοῦν νὰ μάθουν, μήπως κάπου, ἀκούγεται καὶ κηρύττεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀκούει «πουθενά». Ποιός, μπορεῖ , τότε νὰ ὑπομείνει τὴν ἀφόρητη θλίψη; Τότε, οἱ λαοί, ἀπὸ ὅλα τὰ σημεῖα τῆς Γῆς, θὰ ἀτενίζουν τὸν Οὐρανό, προσμένοντας βοήθεια, ἐνῶ, θὰ βλέπει, πολλοὶ νὰ προσκυνοῦν μπροστά τους τὸν Τύραννο καὶ νὰ κράζουν μὲ τρόμο, ὅτι «Σὺ εἶσαι ὁ Σωτῆρας μας». Καὶ θὰ βλέπει ἡ Θάλασσα νὰ ταράζεται, ἡ Γῆ νὰ ξεραίνεται, οἱ Οὐρανοὶ νὰ μὴν βρέχουν, τὰ φυτὰ νὰ μαραίνονται. Καὶ οἱ ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ θὰ ἔρχονται στὴν Δύση ἔχοντας πολὺ φόβο, καὶ πάλι οἱ ἀπὸ Δυσμᾶς θὰ πηγαίνουν πρὸς τὴν Ἀνατολὴ μὲ τρόμο ψυχῆς. Ὁ δὲ ἀναιδὴς λαβών τότε τὴν Ἐξουσία θὰ ἀποστείλει Δαίμονα σὲ ὅλη τὴν Γῆ καὶ θὰ κηρύττει μὲ θάρρος, ὅτι Βασιλεὺς μέγας ἐφάνει μετὰ δόξης, “ ἐλᾶτε νὰ τὸν δεῖτε”.
Ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος, πού ἔχει ἀδαμάντινη ψυχή, ὥστε νὰ ὑποφέρει γενναία ὅλα αὐτὰ τὰ σκάνδαλα; Ποιός, ὥστε νὰ τὸν μακαρίσουν ὅλοι οἱ Ἄγγελοι; Ἐγώ, φιλόχριστοι καὶ τέλειοι Ἀδελφοί, φοβήθηκα πολύ, μὲ τὸ νὰ ἐνθυμοῦμαι τὸν Δράκοντα, καὶ σκέπτομαι πόση θλίψη θὰ ὑπάρχει τότε. Διότι ὁ Δράκοντας, ὁ Ἀντίχριστος, εἶναι μολυσμένος καὶ φοβερὸς γιὰ τοὺς Ἀνθρώπους καὶ μάλιστα γίνεται πιὸ πικρός, σὲ ὅσους μποροῦν νὰ ὑπερνικοῦν τὰ φαντάσματά του.
Διότι τότε θὰ βρεθοῦν πολλοὶ εὐάρεστοι στὸν Θεό, δυνάμενοι νὰ σωθοῦν στὰ ὅρη, καὶ στὰ βουνά, καὶ στοὺς ἔρημους τόπους, μετὰ πολλῶν δεήσεων καὶ ὑπερβολικῶν δακρύων.
Διότι ὁ Ἅγιος Θεός, βλέποντας τά πολλά τους δάκρυα, καὶ τήν εἰλικρινή Πίστη τους, θά δείξει τήν ἀγάπη Του καὶ τὸ ἔλεός Του, σὰν φιλόστοργος Πατέρας καὶ θὰ τοὺς προφυλάσσει ἐκεῖ ποὺ κρύφθηκαν • διότι ὁ παμμίαρος δὲν θὰ παύσει νὰ ζητάει γιὰ νὰ βρεῖ τοὺς Πιστοὺς Χριστιανούς, σὲ Γῆ καὶ Θάλασσα νομίζοντας, ὅτι θὰ βασιλεύει γιὰ πάντα στὴν Γῆ, καὶ θὰ τοὺς ὑποτάξει ὅλους.
Καὶ νομίζει ὁ ἄθλιος, ὅτι θὰ ἔχει τὴν δύναμη νὰ ἀντισταθεῖ κατὰ τὴν ὥρα ἐκείνη τὴν φοβερή, ὅταν ἔλθει ὁ Κύριος ἀπὸ τὸν Οὐρανό, μὴ ἀντιλαμβα-νὸμενος τὴν ἀσθένεια καὶ ὑπερηφάνειά του, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας ἐξέπεσε.
Ὅμως ταράσσει τὴν Γῆ, ἐκφοβίζει τὰ σύμπαντα διὰ ψευδῶν μαγικῶν σημείων. Κατὰ τὸν καιρὸ δὲ ἐκεῖνο, ὅταν ἔλθει ὁ Δράκων, δὲν θὰ ὑπάρχει ἄνεση ἐπὶ τῆς Γῆς• ἀλλὰ θλίψη μεγάλη, ταραχή, καὶ σύγχυση, θάνατοι, καὶ πεῖνα εἰς πάντα τὰ πέρατα• διότι Αὐτὸς ὁ Κύριος ἡμῶν διὰ τοῦ Θείου Αὐτοῦ στόματος εἶπε, ὅτι «τέτοια δὲν ἔγιναν ἀπ’ ἀρχῆς, τῆς δημιουργίας τῆς κτίσεως».
Ἐμεῖς, οἱ ἁμαρτωλοί, τί ἔχουμε νὰ ποῦμε σὲ ὅλα αὖτα; Ὁ Κύριος ἔδωσε τὴν δική Του ἑρμηνεία, στὰ γεγονότα τῶν καιρῶν αὐτῶν. Ὅμως, ἂς σκεφθεῖ ὁ καθένας, πὼς ὁ Κύριος ἐξ αἰτίας τῆς μεγάλης θλίψεως, θὰ σμικρύνει τὸν χρόνο, διότι εἶναι εὔσπλαχνος καὶ μᾶς συμβουλεύει λέγοντας: «νὰ προσεύχεστε νὰ μὴ γίνει ἡ φυγή σας σὲ ἐποχὴ χειμῶνα, καὶ σὲ ἡμέρα Σαββάτου».
Καὶ πάλι: «Ἀγρυπνεῖτε πάντοτε παρακαλώντας συνεχῶς, γιὰ νὰ μπορέσετε νὰ ἀποφύγετε τὴν θλίψη, αὐτῶν τῶν φοβερῶν ἡμερῶν καὶ νὰ σταθεῖτε ἐμπρὸς εἰς τὸν Θεό, διότι Ο ΚΑΙΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΓΓΥΣ».
Ἂς παρακαλέσουμε συνεχῶς μὲ δάκρυα καὶ προσευχὲς νύκτα καὶ ἡμέρα, προκόπτοντες (στὴν ἀρετὴ) ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ διὰ νὰ σωθούμε οἱ ἁμαρτωλοί.
Ἐὰν κάποιος ἔχει δάκρυα καὶ κατάνυξη, ἂς δεηθεῖ στὸν Κύριο, διὰ νὰ γλυτώσουμε ἀπὸ τὴν θλίψη, ἡ ὁποία πρόκειται νὰ ἔλθει στὴν Γῆ• διότι θὰ γίνονται κατὰ τόπους πείνα, σεισμοί, καὶ διάφοροι θάνατοι ἐπὶ τῆς Γῆς.
Γενναία θὰ εἶναι ἡ ψυχή, ἡ ὁποία θὰ μπορέσει νὰ κρατήσει ἀπαλλαγμένο τὸν ἑαυτόν της ἀπὸ αὐτὰ τὰ σκάνδαλα. Διότι ἐὰν βρεθεῖ ἄνθρωπος νά ἀδιαφορεῖ λίγο, εὔκολα πολιορκεῖται καὶ γίνεται αἰχμάλωτος τοῦ Δράκοντος τοῦ Πονηροῦ καὶ Δολίου, καὶ αὐτὸς εὑρίσκεται ἀσυγχώρητος στὴν κρίση, διότι πίστευσε μέ τήν θέλησή του στὸν Τύραννο.
Πολλῶν προσευχῶν καὶ δακρύων ἔχουμε ἀνάγκη, ἀγαπητοί, διὰ νὰ βρεθοῦμε ἀκλόνητοι στοὺς πειρασμούς. Διότι πολλὰ εἶναι τὰ φαντάσματα, τὰ ὁποῖα γίνονται ἀπὸ τὸ Θηρίο.
Καί ἐπειδὴ εἶναι Θεομάχο θέλει ὅλοι ν’ ἀπολεσθοῦμε• διότι τοιοῦτον τρόπο μεταχειρίζεται ὁ Τύραννος, ὥστε ὅλοι νὰ ΒΑΣΤΑΖΟΥΝ τὴν ΣΦΡΑΓΙΔΑ του Θηρίου, ὅταν θὰ ἔλθει ν’ ἀπατήσει τὰ σύμπαντα.
Προσέχετε, ἀδελφοί μου, τὴν ὑπερβολὴ τοῦ Θηρίου• διότι μεταχειρίζεται διάφορα τεχνάσματα πονηρίας.
Ἀρχίζει ἀπὸ τὴν γαστέρα• ὥστε ὅταν κάποιος στενοχωρηθεῖ μὴ ἔχων φαγητά, ἀναγκασθεῖ νὰ λάβει τὴν ΣΦΡΑΓΙΔΑ ἐκείνου• ὄχι ὡς ἔτυχε σε κάθε μέρος τοῦ σώματος, ἀλλά εἰς τὴν δεξιά χεῖρα καὶ εἰς τὸ μέτωπο, διὰ νὰ μὴ ἔχει ἐξουσία ὁ Ἄνθρωπος νὰ κάμει μὲ αὐτὴν τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, οὔτε πάλι στὸ μέτωπο νὰ σημειώσει τὸ Ἅγιο ὄνομα τοῦ Κυρίου. Διότι γνωρίζει ὁ Ἄθλιος, ὅτι ὅταν ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου σφραγισθεῖ ἐπὶ τοῦ Ἀνθρώπου λύει ὅλη τὴν δύναμη τοῦ Ἐχθροῦ, καὶ διὰ τοῦτο σφραγίζει τὴν δεξιά τοῦ Ἀνθρώπου.
Λοιπόν, Ἀδελφοί μου, φρικτὸς εἶναι ὁ ἀγὼν εἰς ὅλους τούς φιλοχρίστους Ἀνθρώπους, ὥστε νὰ μὴ δειλιάσουμε ἕως τῆς ὥρας τοῦ ΘΑΝΑΤΟΥ, καὶ νὰ μὴν λάβουμε τὴν ΣΦΡΑΓΙΔΑ του, ὅταν θὰ τὴν ΧΑΡΑΣΣΕΙ ὁ Δράκων, ἀντὶ τοῦ Σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος.
Διότι κάθε τρόπο μεταχειρίζεται, ὥστε καθόλου νὰ μὴν ὀνομάζεται τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν καὶ Σωτῆρος εἰς τὸν καιρὸ τοῦτο. Αὐτὸ δὲ κάμνει φοβούμενος καὶ τρέμων τὴν Ἁγία Δύναμη τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν.
Διότι ἐὰν κάποιος δὲν σφραγίζεται μὲ τὴν ΣΦΡΑΓΙΔΑ ἐκείνου, δὲν γίνεται ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ στὰ φαντάσματα ἐκείνου, οὔτε ὁ Κύριος ἀπομακρύνεται ἀπ’ αὐτόν, ἀλλὰ τὸν φωτίζει καὶ τὸν σύρει πρὸς Ἑαυτόν. Πρέπει νὰ ἐννοήσωμεν, Ἀδελφοί, μετὰ πάσης ἀκριβείας, ὅτι τὰ φαντάσματα τοῦ Ἐχθροῦ εἶναι ἀποτρόπαια.
Ὁ δὲ Κύριος ἡμῶν ἔρχεται μὲ γαλήνη διὰ ν’ ἀποκρούσει δι’ ἡμᾶς τὰ τεχνάσματα τοῦ Θηρίου. Τὴν στερεὰ ΠΙΣΤΗ τοῦ Χριστοῦ εἰλικρινῶς βαστάζοντας, θὰ κάμωμε τὴν δύναμη τοῦ Τυράννου εὐκλόνιστον. Ἂς ἀποκτήσωμε λογισμὸ ΑΜΕΤΑΘΕΤΟ καὶ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑ, καὶ τότε ἀπομακρύνεται ἀπό ἐμᾶς ὁ ἀσθενὴς Ἐχθρός, μὴ ἔχων τί νὰ κάμει.
Ἐγὼ ὁ ἐλάχιστος σᾶς παρακαλῶ, Ἀδελφοὶ φιλόχριστοι, ἂς μὴ γινώμεθα μαλθακοί, ἀλλὰ μᾶλλον δυνατοὶ μὲ τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ, διότι ἀπαραίτητος ἀγῶνας εἶναι ἐπὶ θύρας• ἂς ἀναλάβωμε λοιπὸν τήν ἀσπίδα τῆς Πίστεως.
Ἕτοιμοι λοιπὸν γίνεσθε σάν Πιστοὶ οἰκέται, νά μὴ δεχθοῦμε ἄλλον• ἐπειδὴ ὁ κλέπτης καὶ ἀλάστωρ (μιασμένος) καὶ ἄσπλαχνος πρόκειται νὰ ἔλθει ΠΡΩΤΟΣ στούς ὁρισμένους καιρούς, θά θέλει νὰ κλέψει, νὰ θύσει καὶ νά ἀπολέσει τὴν Ἐκλεκτή ΠΟΙΜΝΗ τοῦ Ἀληθινοῦ Ποιμένος Χριστοῦ, καὶ ἐπὶ τούτω λαμβάνει Ἀνθρώπινο σχῆμα καί ἔρχεται στὴ Γῆ, ὁ ἀναίσχυντος Ὄφις.
Ἐπειδὴ ὁ Σωτήρ, θέλων νὰ σώσει τὸ Ἀνθρώπινο Γένος, ἐγεννήθει ἐκ Παρθένου, καὶ μὲ σχῆμα Ἀνθρώπου ἐπάτησε τὸν Ἐχθρὸ μὲ τὴν Ἁγία Δύναμη τῆς Θεότητος Του, θέλησε καὶ αὐτὸς ν’ ἀναλάβει τὸ ἴδιο σχῆμα διὰ νὰ μᾶς ἀπατήσει. Ὁ δὲ Κύριος ἡμῶν θὰ ἔλθει στὴ Γῆ πάνω σέ νεφέλαις φωτειναῖς, σάν Ἀστραπή φοβερή, ὁ δὲ Ἐχθρὸς δὲν θὰ ἔλθει έτσι• διότι εἶναι Ἀποστάτης. Γεννᾶται μέν ἀκριβῶς ἀπό κόρη μιαρᾶ, ἀλλά δέν σαρκοῦται ἔτσι. Θὰ ἔλθει δὲ ὁ Παμμίαρος μὲ σχῆμα Ἀνθρώπινο σάν κλέπτης, γιὰ νὰ ἀπατήσει τὰ σύμπαντα.
Θὰ εἶναι ταπεινός, ἥσυχος, θὰ μισεῖ τὴν ἀδικία, θὰ ἀποστρέφεται τὰ εἴδωλα, θὰ προτιμᾶ τὴν Εὐσέβεια, Ἀγαθός, Φιλόπτωχος, Εὐειδὴς καθ’ ὑπερβολή (πάρα πολὺ ὄμορφος), Εὐκατάστατος, Ἱλαρὸς (γεμάτος χαρά) εἰς ὅλους, θὰ τιμᾶ πολὺ τὸ γένος τῶν Ἰουδαίων, διότι αὐτοὶ περιμένουν τὴν ἔλευσή του. Μεταξὺ δὲ ὅλων αὐτῶν, θὰ ἐκτελεῖ σημεῖα καὶ τέρατα, φόβητρα μὲ πολλὴ ΕΞΟΥΣΙΑ, θὰ προσπαθεῖ δολίως νὰ ἀρέσει σέ ὅλους, γιὰ νὰ ἀγαπηθεῖ γρήγορα ἀπὸ πολλούς, δὲν θὰ λάβει δῶρα, δὲν θὰ λαλήσει μεθ’ ἡμῶν, θὰ φαίνεται κατηφής, θὰ ἐξαπατᾶ τὸν κόσμο ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς εὐταξίας, ἕως οὖ βασιλεύσει.
Ὅταν λοιπὸν δοῦν λαοὶ πολλοὶ καὶ δῆμοι τέτοιες ἀρετές καὶ δυνάμεις, θὰ ἑνωθοῦν ὅλοι συγχρόνως μὲ μία γνώμη, καὶ μὲ χαρὰ μεγάλη τόν ἀνακηρύσσουν Βασιλέα, λέγοντες μεταξὺ τους: «μήπως ἄραγε εὑρίσκεται Ἄνθρωπος ἄλλος, τόσο ἀγαθὸς καὶ Δίκαιος»; Θὰ ἀνορθωθεῖ ἀμέσως ἡ Βασιλεία του, καὶ θὰ νικήσει τρεῖς Βασιλεῖς μεγάλους.
Ἔπειτα ἡ καρδία του θά γεμίσει ὑπερηφάνεια καὶ θὰ ἐκδηλώσει ὁ Δράκων τὴν πικρότητά του· ταράσσων τὴν Οἰκουμένη κινεῖ τὰ πέρατα, θλίβει τὰ σύμπαντα, καὶ μιαίνει τίς ψυχές. Ὄχι πλέον ὡς εὐλαβής, ἀλλὰ πολὺ αὐστηρὸς σέ ὅλα• ἀπότομος, ὀργίλος, θυμώδης, ἀκατάστατος, φοβερός, ἀηδής (ἀηδιαστικὸς) μισητός, βδελυκτός, ἀνήμερος, ἀλάστωρ, ἀναιδής, καὶ θά προσπαθεῖ νὰ ρίξει στὸν βόθρο τῆς ἀσέβειας ὅλο τὸ Ἀνθρώπινο γένος.
Θα πολλαπλασιάζει τα σημεῖα (θαύματα) ψευδῶς, καὶ ὄχι ἀληθῶς• καὶ ἐνῶ παρίσταται πολὺς λαὸς καὶ τὸν ἐπευφημεῖ, βάζει φωνὴ δυνατή, ὥστε νὰ σαλευθεῖ ὁ τόπος, ἐπὶ τοῦ ὁποίου στέκονται οἱ ὄχλοι, λέγων: «Γνωρίσατε ὅλοι οἱ λαοὶ τὴν δύναμή μου καὶ τὴν ἐξουσία»• μεταθέτει ὄρη, καὶ ἀνάγει νήσους ἀπὸ τὴν θάλασσα μὲ πλάνη καὶ φαντασία καὶ ἐνῶ πλανᾶ τὸν κόσμο καὶ φαντασιώνει τὰ σύμπαντα, πολλοὶ θὰ τόν δοξάζουν καὶ θὰ τόν πιστεύσουν, σάν Θεὸ ἰσχυρό. Τότε θὰ θρηνεῖ δεινῶς καὶ θὰ στενάζει κάθε ψυχή• τότε ὅλοι θὰ ὑποφέρουν θλίψη ἀπαρηγόρητη, ἡ ὁποία θὰ τούς κατέχει νύκτα καὶ ἡμέρα, καὶ δὲν θὰ βρίσκουν πουθενά παρηγορία.
Τότε τά νήπια θά πεθαίνουν στήν ἀγκαλιά τῶν μητέρων, ὅπως καί ἡ μητέρα· καὶ ὁ πατέρας, μέ τήν γυναίκα καί τά παιδία του θά πεθαίνουν στίς ἀγορές, καὶ δὲν θὰ ὑπάρχει κανείς νὰ τούς θάψει σέ μνῆμα.
Ἀπὸ τὰ πολλά πτώματα, τὰ ὁποῖα θὰ ρίπτωνται στίς πλατεῖες, θὰ ὑπάρχει παντοῦ δυσωδία, ἡ ὁποία θὰ στενοχωρεῖ πολύ τούς ζῶντες. Τὸ πρωΐ ὅλοι θὰ λέγουν μέ ὀδύνη καί στεναγμούς «πότε θά ἔλθει τό βράδυ, γιά νά ἀναπαυθοῦμε λίγο». Ὅταν δέ ἔλθει τό ἀπόγευμα, θά λέγουν μέ πικρότατα δάκρυα: «πότε ἄραγε θὰ φωτίσει διὰ ν’ ἀποφύγουμε τὴν θλίψη, ἡ ὁποία μᾶς κυριεύει»; Καὶ δὲν θὰ ὑπάρχει τόπος νὰ φύγει κάποιος καὶ νὰ κρυβεῖ, διότι τὰ πάντα θὰ ταραχθοῦν, καὶ ἡ θάλασσα καὶ ἡ ξηρά. Δία τοῦτο μᾶς εἶπε ὁ Κύριος «γρηγορεῖτε δεόμενοι ἀδιαλείπτως νὰ διαφύγετε τὴν θλίψη»• θὰ εἶναι δυσωδία σύγχυση, στήν θάλασσα, στήν ξηρά, καί πεῖνα, σεισμοί, φόβητρα ἐπί τῆς Γῆς καί στήν θάλασσα.
Χρυσὸς πολύς καὶ ἄργυρος, καὶ μεταξωτὰ ρούχα, ἀλλὰ ὅλα μάταια σ’ ἐκείνη τήν θλίψη . Καὶ ὅλοι οἱ Ἄνθρωποι θά μακαρίζουν ὅσους ἔχουν πεθάνει, πρὶν ἔλθει ἡ μεγάλη θλίψη ἐπὶ τῆς Γῆς.
Διότι ρίπτεται καὶ ὁ χρυσὸς καὶ ὁ ἄργυρος στὶς πλατείας καὶ κανεὶς δὲν ἀγγίζει αὐτά• ἐπειδὴ ὅλα εἶναι βδελυκτά.
Ὅλοι σπουδάζουν νὰ διαφύγουν καὶ νὰ κρυφτοῦν, ἀλλὰ πουθενὰ δὲν ὑπάρχει τόπος γιὰ νὰ κρυφτοῦν ἀπὸ τὴν θλίψη.
Καὶ πέρα ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ τὴν θλίψη, καὶ τόν φόβο, ὑπάρχουν καὶ τὰ θηρία καὶ τὰ ἑρπετὰ ποὺ δαγκώνουν• μέσα φόβος, καὶ ἔξω τρόμος καὶ νύκτα καὶ ἡμέρα πτώματα κείτονται στὶς πλατεῖες. Στὶς πλατεῖες δυσωδία, στὶς οἰκῖες πεῖνα καὶ δίψα• στὶς πλατεῖες κλάμματα, στὶς οἰκῖες θόρυβος.
Ὁ κάθε ἕνας μὲ κλάμματα συναντᾶ τὸν ἄλλο• ὁ πατέρας τὸ παιδί, καὶ ὁ υἱὸς τὸν πατέρα, ἡ μητέρα τὴν θυγατέρα• οἱ φίλοι μὲ τοὺς φίλους καὶ οἱ ἀδελφοὶ μὲ τοὺς ἀδελφοὺς ἐναγκαλίζονται καί πεθαίνουν. Μαράθηκε καὶ ἡ ὀμορφία τοῦ προσώπου κάθε σάρκας. Καὶ γίνονται οἱ μορφὲς τῶν ἀνθρώπων σὰν νεκροῦ. Γίνεται βδελυκτὴ καὶ μισητὴ ἡ ὀμορφία τῶν γυναικῶν· θὰ μαραθεῖ κάθε σάρκα, καὶ ἡ ἐπιθυμία ἀπό τούς Ἀνθρώπους.
Καὶ ὅλοι, ὅσοι ἐπείσθησαν στὸ φοβερὸ Θηρίο, καὶ ἔλαβαν τὴν ΣΦΡΑΓΙΔΑ του, προστρέχοντας πρὸς αὐτὸν θὰ λέγουν μέ ὀδύνη: «Δός μας νὰ φᾶμε καὶ νὰ πιοῦμε, διότι ὅλοι πεθαίνουμε τῆς πείνας, καὶ διῶξε ἀπὸ μᾶς τὰ δηλητηριώδη θηρία». Καὶ ὁ Ἄθλιος τούς ἀποκρίνεται πολὺ ἀπότομα λέγοντας: «ἀπὸ ποὺ νὰ βρῶ καὶ νὰ σᾶς δώσω νὰ φᾶτε καὶ νὰ πιεῖτε, ὢ Ἄνθρωποι, ὁ οὐρανὸς ἀρνεῖται νὰ βρέξει στὴν Γῆ• καὶ ἡ Γῆ πάλι δὲν ἀπέδωσε καρπούς, στὴν ἐποχὴ τοῦ θερισμοῦ». Ἀκούοντας αὐτὰ οἱ λαοί, θὰ πενθοῦν καὶ θὰ κλαίουν, χωρὶς παρηγορία, διότι τόσο πρόθυμα ἐπίστευσαν σ’ ἕνα Τύραννο, ὁ ὁποῖος οὔτε τὸν ἑαυτόν του δὲν μπορεῖ νὰ βοήθησει, πόσο μᾶλλον αὐτούς; Ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες θὰ γίνει μεγάλη ἀνάγκη καί στενοχώρια ἐξ αἰτίας τοῦ Δράκοντος, καὶ τοῦ φόβου, καὶ τοῦ σεισμοῦ, καὶ τοῦ ἤχου τῆς Θαλάσσης, καὶ τῆς πεῖνας, καὶ τῆς δίψας, καὶ τῶν δαγκωμάτων τῶν θηρίων.
Καὶ ὅλοι, ὅσοι ἔλαβαν τὴν ΣΦΡΑΓΙΔΑ τοῦ Ἀντιχρίστου, καὶ τὸν Προσκύνησαν σὰν Θεό, δὲν θὰ ἔχουν θέση στὴν Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὸν Δράκοντα θὰ πεταχτοῦν στὴν γέεννα.
Μακάριος ὅποιος βρεθεῖ Πανάγιος καὶ Πάμπιστος, καὶ ἔχων δοσμένη τὴν καρδία του στὸν Θεὸ ἀδιστάκτως• διότι ἀφόβως θὰ ἀποκρούσει τὶς ἐρωτήσεις τοῦ Πονηροῦ, καταφρονών καὶ τὰ βασανιστήρια, καὶ τὶς φαντασίες του.
Πρὶν δὲ γίνουν ὅλα αὐτά, θ’ ἀποστείλει ὁ Κύριος, Ἠλία τὸν Θεσβίτη καὶ τὸν Ἐνώχ, ὡς εὔσπλαχνος, γιὰ νὰ παρακινήσουν σὲ εὐσέβεια τὸ γένος τῶν Ἀνθρώπων, καὶ νὰ κηρύξουν μὲ θάρρος τὴν Θεογνωσία σέ ὅλους τούς Ἀνθρώπους, γιὰ νὰ μὴ πιστεύσουν στὸν Τύραννο ἀπὸ ΦΟΒΟ, καὶ θὰ λένε:
«Πλάνος εἶναι, ὢ Ἄνθρωποι, κανεὶς ἂς μὴ πιστεύσει σέ αὐτόν, οὔτε νὰ ὑπακούσει στὸν Θεομάχο• ἂς μὴ φοβηθεῖ κανεὶς σας, διότι γρήγορα θὰ ἀφανισθεῖ. Ἰδοὺ ἔρχεται ὁ Κύριος ἐξ Οὐρανοῦ, γιὰ νὰ κρίνει ὅλους, ὅσοι ἐπείσθησαν εἰς τὰ σημεῖα αὐτοῦ»• ἀλλ’ ὀλίγοι εἶναι τότε αὐτοὶ ποὺ θὰ ὑπακούσουν, καὶ θὰ πιστεύσουν στὸ κήρυγμα τῶν Προφητῶν.
Ταῦτα δὲ κάνει ὁ Σωτήρας, γιὰ νὰ δείξει τὴν μεγάλη του φιλανθρωπία• ὅτι, οὔτε κατὰ τὸν καιρὸ ἐκεῖνο δὲν ἀφήνει τὸ γένος τῶν Ἀνθρώπων χωρὶς κήρυγμα, γιὰ νὰ εἶναι ὅλοι ἀναπολόγητοι στὴν κρίση.
Πολλοὶ δὲ τῶν Ἁγίων, ὅσοι τότε θὰ βρεθούν εἰς τὴν ἔλευση τοῦ μιαροῦ, θα χύνουν ποταμηδὸν τὰ δάκρυα μετὰ στεναγμῶν πρὸς τὸν Ἅγιο Θεὸ, γιὰ νὰ λυτρωθοῦν ἀπὸ τὸν Δράκοντα• καὶ φεύγουν μετὰ μεγάλης σπουδῆς στίς ἐρήμους, καὶ κρύπτονται στὰ ὅρη, καὶ τὰ σπήλαια μέ φόβο• καὶ πασπαλίζουν χῶμα καὶ στάχτη τά κεφάλια τους, παρακαλοῦντες νύκτα καὶ ἡμέρα μέ πολλή ταπείνωση. Καὶ ὁ Ἅγιος Θεὸς θά τούς χαρίσει τοῦτο• δηλαδὴ τούς ὁδηγεῖ ἡ χάρις Του σέ ὁρισμένους τόπους, καὶ ΣΩΖΟΝΤΑΙ κρυπτόμενοι στίς ὁπές καὶ τὰ σπήλαια μὴ βλέποντας τὰ σημεῖα καὶ τὰ φόβητρα τοῦ Ἀντιχρίστου.
Διότι ἡ ἔλευσή του γίνεται γνωστὴ στοὺς ἔχοντες τὸν νοῦ προσηλωμένο εἰς τὰ ἄνω• εἰς δὲ τοὺς ἔχοντες τὸν νοῦ σέ ΒΙΩΤΙΚΑ πράγματα, καὶ ποθοῦντας τὰ γήινα, δὲν θὰ γίνει φανερὸ τοῦτο. Διότι ὅποιος εἶναι δεμένος πάντοτε σέ ΒΙΩΤΙΚΑ πράγματα, καὶ ἂν ἀκούσει, ἀπιστεῖ, καὶ ἀποστρέφεται τὸν λέγοντα. Οἱ δὲ Ἅγιοι θά ἐνδυναμωθοῦν, διότι πάντοτε ΑΠΕΡΡΙΨΑΝ τὴν ΜΕΡΙΜΝΑ τοῦ ΒΙΟΥ τούτου.
Τότε πενθεῖ πᾶσα ἡ Γῆ καὶ ἡ θάλασσα• καὶ ὁ ἀέρας πενθεῖ, συγχρόνως δὲ καὶ τὰ ἄγρια ζῶα, μετὰ τῶν πετεινῶν τοῦ Οὐρανοῦ• πενθοῦν ὂρη καὶ βουνά, καὶ τὰ δένδρα τῶν πεδιάδων• πενθοῦν δὲ καὶ οἱ φωστῆρες τοῦ Οὐρανοῦ γιὰ τὸ γένος τῶν Ἀνθρώπων, ὅτι ὅλοι ἐξέκλιναν ἀπὸ τοῦ Ἁγίου Θεοῦ, καὶ πισπεύσαν στὸν Πλάνο, καί δέχθηκαν τὸ ΣΗΜΕΙΟ τοῦ μιαροῦ καὶ Θεομάχου, ἀντὶ τοῦ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος. Πενθεῖ ἡ Γῆ καὶ ἡ θάλασσα, διότι αἰφνιδίως κατέπαυσε ἡ φωνὴ τῆς ψαλμωδίας καὶ τῆς προσευχῆς ἐκ στόματος Ἀνθρώπου. Πενθοῦν ὅλες οἱ Ἐκκλησίες τοῦ Χριστοῦ πένθος μέγα• διότι δὲν λειτουργεῖται ὁ Ἁγιασμὸς καὶ ἡ Προσφορά.
Ὅταν λοιπὸν συμπληρωθοῦν οἱ τρεῖς καιροὶ καὶ ἥμισυς τῆς ἐξουσίας καὶ πράξεως τοῦ μιαροῦ, καὶ ὅταν ἐκπληρωθοῦν τὰ σκάνδαλα ὅλης τῆς Γῆς, θὰ ἔλθει ἐπὶ τέλους ὁ Κύριος, σάν Ἀστραπὴ Ἀστράπτων ἐξ Οὐρανοῦ, ὁ Ἅγιος καὶ Ἄχραντος καὶ Φοβερὸς καὶ Ἔνδοξος Θεὸς ἡμῶν, μετὰ δόξης ἀκατανοήτου, προτρεχόντων ἐνώπιoν τῆς δόξης Αὐτοῦ τῶν ταγμάτων τῶν Ἀγγέλων καὶ Ἀρχαγγέλων, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὅλοι φλόγες πυρός, καὶ ποταμὸς πλήρης πυρὸς μέ φοβερή ἀνεμοζάλη. Τὰ Χερουβεὶμ ἔχοντα τό βλέμμα κάτω, καὶ τὰ Σεραφεὶμ ἱπτάμενα καὶ κρύπτοντα τὰ πρόσωπα καὶ τούς πόδες, στίς πύρινες πτέρυγες, θά κράζουν μέ φρίκη «Ἐγείρεστε οἱ κοιμώμενοι. Ἰδού, ἦλθεν ὁ Νυμφίος». Ἀνοίγονται δὲ τὰ μνήματα, καὶ ἐν ριπῆ ὀφθαλμοῦ ἐγείρονται ὅλες οἱ φυλὲς τῆς Γῆς, καὶ βλέπουν τὸ κάλλος τὸ Ἅγιον τοῦ Νυμφίου• καὶ μύριαι μυριάδες, καὶ χίλιαι χιλιάδες Ἀγγέλων καὶ Ἀρχαγγέλων, καὶ ἀναρίθμητες στρατιές, χαίρουν χαρὰ μεγάλη, Ἅγιοι δὲ καὶ Δίκαιοι καὶ ὅλοι, ὅσοι δὲν ἔλαβαν τὴν ΣΦΡΑΓΙΔΑ τοῦ Δράκοντος καὶ ἀσεβοῦς, ἀγάλλονται. Καὶ ὁδηγεῖται ὁ Τύραννος δεμένος ὑπὸ Ἀγγέλων, μὲ ὅλους τούς Δαίμονες ἐνώπιον τοῦ Βήματος• καὶ οἱ λαβόντες τὴν ΣΦΡΑΓΙΔΑ του, καὶ ὅλοι οἱ ἀσεβεῖς καὶ ἁμαρτωλοὶ δεμένοι• καὶ δίδει ὁ Βασιλεὺς τὴν κατ’ αὐτῶν ΑΠΟΦΑΣΗ τῆς καταδίκης εἰς τὸ ΠΥΡ τὸ ἄσβεστον.
Όλοι δὲ οἱ μὴ λαβόντες τὴν ΣΦΡΑΓΙΔΑ τοῦ Ἀντιχρίστου, καὶ οἱ στά σπήλαια, χαίρονται μέ τόν Νυμφίο στὸν Νυμφικὸ θάλαμο τὸν Αἰώνιο καὶ Οὐράνιο, μέ ὅλους τούς Ἁγίους, εἰς τούς ἀπεράντους αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν!
Όσίου Έφραὶμ τοῦ Σύρου (306-373 μ.Χ.)
Πῶς ἐγὼ ὁ ἐλάχιστος καὶ ἁμαρτωλὸς Ἐφραίμ, καὶ πλήρης πλημμελημάτων, θά μπορέσω νὰ διηγηθῶ τὰ ὑπὲρ τὴν δύναμή μου!
Ἀλλ’ ἐπειδὴ ὁ Σωτὴρ διὰ τῆς εὐσπλαχνίας Του τοὺς ἀγραμμάτους Σοφίαν ἐδίδαξε, καὶ δι’ αὐτῶν τοὺς πανταχοῦ πιστοὺς κατεφώτισε, θά ἐνδυναμώσει καὶ τὴν γλῶσσα μας πρὸς ὠφέλεια καὶ οἰκοδομή, καὶ ἐμοῦ τοῦ λέγοντος καὶ πάντων τῶν ἀκροατῶν.
Θὰ σᾶς μιλήσω μὲ ὀδύνας, καὶ θὰ εἴπω μὲ στεναγμούς, περὶ τῆς συντέλειας τοῦ κόσμου τούτου, καὶ περὶ τοῦ ἀναιδεστάτου καὶ φοβεροῦ Δράκοντος, ὁ ὁποῖος πρόκειται νὰ ταράξει ὅλη τὴν ὑπὸ τὸν Οὐρανὸ κτίση, καὶ νὰ βάλει δειλία, καὶ ἀδιαφορία, καὶ φοβερή ἀπιστία στίς καρδίες τῶν Ἀνθρώπων, καὶ νὰ κάμει τέρατα καὶ σημεῖα καὶ φόβητρα, ὥστε, ἐὰν μπορέσει, νὰ πλανήσει καὶ τοὺς ἐκλεκτούς, καὶ νὰ ἀπατήσει ὅλους διὰ ψευδῶν σημείων, καὶ διὰ φανταστικῶν τεράτων, ὑπὸ αὐτοῦ γενομένων.
Διότι κατὰ παραχώρηση τοῦ Ἁγίου Θεοῦ λαμβάνει ἐξουσία ν’ ἀπατήσει τὸν κόσμο, διότι ἐπληθύνθει ἡ ἀσέβεια τοῦ κόσμου, καὶ παντοῦ διάφορα κακὰ πράττονται. Καὶ ἐπειδὴ οἱ Ἂνθρωποι θέλησαν νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ν’ ἀγαπήσουν τὸν Πονηρό, διὰ τοῦτο ὁ Ἂχραντος Δεσπότης παραχώρησε νὰ δοκιμασθοῦν διὰ πνεύματος ἀποπλανήσεως.
Μεγάλος εἶναι ὁ ἀγώνας, Ἀδελφοί, περισσότερο στοὺς πιστούς, κατὰ τοὺς καιροὺς ἐκείνους, ὅταν γίνωνται σημεῖα καὶ τέρατα ὑπό τοῦ Δράκοντος μέ πολλή ἐξουσία• ὅταν πάλι δείχνει τόν ἑαυτό του ὡς Θεὸ διὰ φοβερῶν φαντασμάτων, καὶ ἵπταται στὸν ἀέρα, καὶ ὅλοι οἱ Δαίμονες σηκώνονται στὸν ἀέρα, σαν Ἄγγελοι, ἐμπρός στόν Τύραννο• διότι φωνάζει με πολλή δύναμη, ἀλλάσσων μορφές, καὶ ἐκφοβίζων ὑπερβολικά ὅλους τούς Ἀνθρώπους• τότε, Ἀδελφοί, ποιός θά βρεθεῖ ὀχυρωμένος, καὶ ἀσάλευτος, ἐὰν δὲν ἔχει τὸ σημεῖο στήν ψυχή του, δηλαδὴ τὴν Ἁγία Παρουσία τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν;
Ποιὸς μπορεῖ νὰ ὑποφέρει, ὅλα ὅσα, τότε θὰ συμβοῦν;
Τὴν ἀπερίγραπτη θλίψη σὲ κάθε ψυχή, ποὺ δὲν θὰ παρηγορεῖται, οὔτε θὰ ὑπάρχει γαλήνη σὲ Γῆ καὶ θάλασσα. Ὅλος ὁ κόσμος θὰ συνταράσσεται καὶ ὁ καθένας θὰ φεύγει εἰς τὰ ὅρη καὶ ἀλλὸς θὰ πεθαίνει ἀπὸ πείνα καὶ ἄλλος θὰ λειώνει σὰν τὸ κερί, ἀπὸ τὴν πολλὴ θλίψη καὶ κανεὶς δὲν θὰ μπορεῖ, νὰ τοὺς σώσει. Καὶ ὅλοι μὲ δάκρυα στὰ μάτια καὶ διακαῆ πόθο, θὰ ρωτοῦν νὰ μάθουν, μήπως κάπου, ἀκούγεται καὶ κηρύττεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀκούει «πουθενά». Ποιός, μπορεῖ , τότε νὰ ὑπομείνει τὴν ἀφόρητη θλίψη; Τότε, οἱ λαοί, ἀπὸ ὅλα τὰ σημεῖα τῆς Γῆς, θὰ ἀτενίζουν τὸν Οὐρανό, προσμένοντας βοήθεια, ἐνῶ, θὰ βλέπει, πολλοὶ νὰ προσκυνοῦν μπροστά τους τὸν Τύραννο καὶ νὰ κράζουν μὲ τρόμο, ὅτι «Σὺ εἶσαι ὁ Σωτῆρας μας». Καὶ θὰ βλέπει ἡ Θάλασσα νὰ ταράζεται, ἡ Γῆ νὰ ξεραίνεται, οἱ Οὐρανοὶ νὰ μὴν βρέχουν, τὰ φυτὰ νὰ μαραίνονται. Καὶ οἱ ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ θὰ ἔρχονται στὴν Δύση ἔχοντας πολὺ φόβο, καὶ πάλι οἱ ἀπὸ Δυσμᾶς θὰ πηγαίνουν πρὸς τὴν Ἀνατολὴ μὲ τρόμο ψυχῆς. Ὁ δὲ ἀναιδὴς λαβών τότε τὴν Ἐξουσία θὰ ἀποστείλει Δαίμονα σὲ ὅλη τὴν Γῆ καὶ θὰ κηρύττει μὲ θάρρος, ὅτι Βασιλεὺς μέγας ἐφάνει μετὰ δόξης, “ ἐλᾶτε νὰ τὸν δεῖτε”.
Ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος, πού ἔχει ἀδαμάντινη ψυχή, ὥστε νὰ ὑποφέρει γενναία ὅλα αὐτὰ τὰ σκάνδαλα; Ποιός, ὥστε νὰ τὸν μακαρίσουν ὅλοι οἱ Ἄγγελοι; Ἐγώ, φιλόχριστοι καὶ τέλειοι Ἀδελφοί, φοβήθηκα πολύ, μὲ τὸ νὰ ἐνθυμοῦμαι τὸν Δράκοντα, καὶ σκέπτομαι πόση θλίψη θὰ ὑπάρχει τότε. Διότι ὁ Δράκοντας, ὁ Ἀντίχριστος, εἶναι μολυσμένος καὶ φοβερὸς γιὰ τοὺς Ἀνθρώπους καὶ μάλιστα γίνεται πιὸ πικρός, σὲ ὅσους μποροῦν νὰ ὑπερνικοῦν τὰ φαντάσματά του.
Διότι τότε θὰ βρεθοῦν πολλοὶ εὐάρεστοι στὸν Θεό, δυνάμενοι νὰ σωθοῦν στὰ ὅρη, καὶ στὰ βουνά, καὶ στοὺς ἔρημους τόπους, μετὰ πολλῶν δεήσεων καὶ ὑπερβολικῶν δακρύων.
Διότι ὁ Ἅγιος Θεός, βλέποντας τά πολλά τους δάκρυα, καὶ τήν εἰλικρινή Πίστη τους, θά δείξει τήν ἀγάπη Του καὶ τὸ ἔλεός Του, σὰν φιλόστοργος Πατέρας καὶ θὰ τοὺς προφυλάσσει ἐκεῖ ποὺ κρύφθηκαν • διότι ὁ παμμίαρος δὲν θὰ παύσει νὰ ζητάει γιὰ νὰ βρεῖ τοὺς Πιστοὺς Χριστιανούς, σὲ Γῆ καὶ Θάλασσα νομίζοντας, ὅτι θὰ βασιλεύει γιὰ πάντα στὴν Γῆ, καὶ θὰ τοὺς ὑποτάξει ὅλους.
Καὶ νομίζει ὁ ἄθλιος, ὅτι θὰ ἔχει τὴν δύναμη νὰ ἀντισταθεῖ κατὰ τὴν ὥρα ἐκείνη τὴν φοβερή, ὅταν ἔλθει ὁ Κύριος ἀπὸ τὸν Οὐρανό, μὴ ἀντιλαμβα-νὸμενος τὴν ἀσθένεια καὶ ὑπερηφάνειά του, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας ἐξέπεσε.
Ὅμως ταράσσει τὴν Γῆ, ἐκφοβίζει τὰ σύμπαντα διὰ ψευδῶν μαγικῶν σημείων. Κατὰ τὸν καιρὸ δὲ ἐκεῖνο, ὅταν ἔλθει ὁ Δράκων, δὲν θὰ ὑπάρχει ἄνεση ἐπὶ τῆς Γῆς• ἀλλὰ θλίψη μεγάλη, ταραχή, καὶ σύγχυση, θάνατοι, καὶ πεῖνα εἰς πάντα τὰ πέρατα• διότι Αὐτὸς ὁ Κύριος ἡμῶν διὰ τοῦ Θείου Αὐτοῦ στόματος εἶπε, ὅτι «τέτοια δὲν ἔγιναν ἀπ’ ἀρχῆς, τῆς δημιουργίας τῆς κτίσεως».
Ἐμεῖς, οἱ ἁμαρτωλοί, τί ἔχουμε νὰ ποῦμε σὲ ὅλα αὖτα; Ὁ Κύριος ἔδωσε τὴν δική Του ἑρμηνεία, στὰ γεγονότα τῶν καιρῶν αὐτῶν. Ὅμως, ἂς σκεφθεῖ ὁ καθένας, πὼς ὁ Κύριος ἐξ αἰτίας τῆς μεγάλης θλίψεως, θὰ σμικρύνει τὸν χρόνο, διότι εἶναι εὔσπλαχνος καὶ μᾶς συμβουλεύει λέγοντας: «νὰ προσεύχεστε νὰ μὴ γίνει ἡ φυγή σας σὲ ἐποχὴ χειμῶνα, καὶ σὲ ἡμέρα Σαββάτου».
Καὶ πάλι: «Ἀγρυπνεῖτε πάντοτε παρακαλώντας συνεχῶς, γιὰ νὰ μπορέσετε νὰ ἀποφύγετε τὴν θλίψη, αὐτῶν τῶν φοβερῶν ἡμερῶν καὶ νὰ σταθεῖτε ἐμπρὸς εἰς τὸν Θεό, διότι Ο ΚΑΙΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΓΓΥΣ».
Ἂς παρακαλέσουμε συνεχῶς μὲ δάκρυα καὶ προσευχὲς νύκτα καὶ ἡμέρα, προκόπτοντες (στὴν ἀρετὴ) ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ διὰ νὰ σωθούμε οἱ ἁμαρτωλοί.
Ἐὰν κάποιος ἔχει δάκρυα καὶ κατάνυξη, ἂς δεηθεῖ στὸν Κύριο, διὰ νὰ γλυτώσουμε ἀπὸ τὴν θλίψη, ἡ ὁποία πρόκειται νὰ ἔλθει στὴν Γῆ• διότι θὰ γίνονται κατὰ τόπους πείνα, σεισμοί, καὶ διάφοροι θάνατοι ἐπὶ τῆς Γῆς.
Γενναία θὰ εἶναι ἡ ψυχή, ἡ ὁποία θὰ μπορέσει νὰ κρατήσει ἀπαλλαγμένο τὸν ἑαυτόν της ἀπὸ αὐτὰ τὰ σκάνδαλα. Διότι ἐὰν βρεθεῖ ἄνθρωπος νά ἀδιαφορεῖ λίγο, εὔκολα πολιορκεῖται καὶ γίνεται αἰχμάλωτος τοῦ Δράκοντος τοῦ Πονηροῦ καὶ Δολίου, καὶ αὐτὸς εὑρίσκεται ἀσυγχώρητος στὴν κρίση, διότι πίστευσε μέ τήν θέλησή του στὸν Τύραννο.
Πολλῶν προσευχῶν καὶ δακρύων ἔχουμε ἀνάγκη, ἀγαπητοί, διὰ νὰ βρεθοῦμε ἀκλόνητοι στοὺς πειρασμούς. Διότι πολλὰ εἶναι τὰ φαντάσματα, τὰ ὁποῖα γίνονται ἀπὸ τὸ Θηρίο.
Καί ἐπειδὴ εἶναι Θεομάχο θέλει ὅλοι ν’ ἀπολεσθοῦμε• διότι τοιοῦτον τρόπο μεταχειρίζεται ὁ Τύραννος, ὥστε ὅλοι νὰ ΒΑΣΤΑΖΟΥΝ τὴν ΣΦΡΑΓΙΔΑ του Θηρίου, ὅταν θὰ ἔλθει ν’ ἀπατήσει τὰ σύμπαντα.
Προσέχετε, ἀδελφοί μου, τὴν ὑπερβολὴ τοῦ Θηρίου• διότι μεταχειρίζεται διάφορα τεχνάσματα πονηρίας.
Ἀρχίζει ἀπὸ τὴν γαστέρα• ὥστε ὅταν κάποιος στενοχωρηθεῖ μὴ ἔχων φαγητά, ἀναγκασθεῖ νὰ λάβει τὴν ΣΦΡΑΓΙΔΑ ἐκείνου• ὄχι ὡς ἔτυχε σε κάθε μέρος τοῦ σώματος, ἀλλά εἰς τὴν δεξιά χεῖρα καὶ εἰς τὸ μέτωπο, διὰ νὰ μὴ ἔχει ἐξουσία ὁ Ἄνθρωπος νὰ κάμει μὲ αὐτὴν τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, οὔτε πάλι στὸ μέτωπο νὰ σημειώσει τὸ Ἅγιο ὄνομα τοῦ Κυρίου. Διότι γνωρίζει ὁ Ἄθλιος, ὅτι ὅταν ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου σφραγισθεῖ ἐπὶ τοῦ Ἀνθρώπου λύει ὅλη τὴν δύναμη τοῦ Ἐχθροῦ, καὶ διὰ τοῦτο σφραγίζει τὴν δεξιά τοῦ Ἀνθρώπου.
Λοιπόν, Ἀδελφοί μου, φρικτὸς εἶναι ὁ ἀγὼν εἰς ὅλους τούς φιλοχρίστους Ἀνθρώπους, ὥστε νὰ μὴ δειλιάσουμε ἕως τῆς ὥρας τοῦ ΘΑΝΑΤΟΥ, καὶ νὰ μὴν λάβουμε τὴν ΣΦΡΑΓΙΔΑ του, ὅταν θὰ τὴν ΧΑΡΑΣΣΕΙ ὁ Δράκων, ἀντὶ τοῦ Σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος.
Διότι κάθε τρόπο μεταχειρίζεται, ὥστε καθόλου νὰ μὴν ὀνομάζεται τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν καὶ Σωτῆρος εἰς τὸν καιρὸ τοῦτο. Αὐτὸ δὲ κάμνει φοβούμενος καὶ τρέμων τὴν Ἁγία Δύναμη τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν.
Διότι ἐὰν κάποιος δὲν σφραγίζεται μὲ τὴν ΣΦΡΑΓΙΔΑ ἐκείνου, δὲν γίνεται ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ στὰ φαντάσματα ἐκείνου, οὔτε ὁ Κύριος ἀπομακρύνεται ἀπ’ αὐτόν, ἀλλὰ τὸν φωτίζει καὶ τὸν σύρει πρὸς Ἑαυτόν. Πρέπει νὰ ἐννοήσωμεν, Ἀδελφοί, μετὰ πάσης ἀκριβείας, ὅτι τὰ φαντάσματα τοῦ Ἐχθροῦ εἶναι ἀποτρόπαια.
Ὁ δὲ Κύριος ἡμῶν ἔρχεται μὲ γαλήνη διὰ ν’ ἀποκρούσει δι’ ἡμᾶς τὰ τεχνάσματα τοῦ Θηρίου. Τὴν στερεὰ ΠΙΣΤΗ τοῦ Χριστοῦ εἰλικρινῶς βαστάζοντας, θὰ κάμωμε τὴν δύναμη τοῦ Τυράννου εὐκλόνιστον. Ἂς ἀποκτήσωμε λογισμὸ ΑΜΕΤΑΘΕΤΟ καὶ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑ, καὶ τότε ἀπομακρύνεται ἀπό ἐμᾶς ὁ ἀσθενὴς Ἐχθρός, μὴ ἔχων τί νὰ κάμει.
Ἐγὼ ὁ ἐλάχιστος σᾶς παρακαλῶ, Ἀδελφοὶ φιλόχριστοι, ἂς μὴ γινώμεθα μαλθακοί, ἀλλὰ μᾶλλον δυνατοὶ μὲ τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ, διότι ἀπαραίτητος ἀγῶνας εἶναι ἐπὶ θύρας• ἂς ἀναλάβωμε λοιπὸν τήν ἀσπίδα τῆς Πίστεως.
Ἕτοιμοι λοιπὸν γίνεσθε σάν Πιστοὶ οἰκέται, νά μὴ δεχθοῦμε ἄλλον• ἐπειδὴ ὁ κλέπτης καὶ ἀλάστωρ (μιασμένος) καὶ ἄσπλαχνος πρόκειται νὰ ἔλθει ΠΡΩΤΟΣ στούς ὁρισμένους καιρούς, θά θέλει νὰ κλέψει, νὰ θύσει καὶ νά ἀπολέσει τὴν Ἐκλεκτή ΠΟΙΜΝΗ τοῦ Ἀληθινοῦ Ποιμένος Χριστοῦ, καὶ ἐπὶ τούτω λαμβάνει Ἀνθρώπινο σχῆμα καί ἔρχεται στὴ Γῆ, ὁ ἀναίσχυντος Ὄφις.
Ἐπειδὴ ὁ Σωτήρ, θέλων νὰ σώσει τὸ Ἀνθρώπινο Γένος, ἐγεννήθει ἐκ Παρθένου, καὶ μὲ σχῆμα Ἀνθρώπου ἐπάτησε τὸν Ἐχθρὸ μὲ τὴν Ἁγία Δύναμη τῆς Θεότητος Του, θέλησε καὶ αὐτὸς ν’ ἀναλάβει τὸ ἴδιο σχῆμα διὰ νὰ μᾶς ἀπατήσει. Ὁ δὲ Κύριος ἡμῶν θὰ ἔλθει στὴ Γῆ πάνω σέ νεφέλαις φωτειναῖς, σάν Ἀστραπή φοβερή, ὁ δὲ Ἐχθρὸς δὲν θὰ ἔλθει έτσι• διότι εἶναι Ἀποστάτης. Γεννᾶται μέν ἀκριβῶς ἀπό κόρη μιαρᾶ, ἀλλά δέν σαρκοῦται ἔτσι. Θὰ ἔλθει δὲ ὁ Παμμίαρος μὲ σχῆμα Ἀνθρώπινο σάν κλέπτης, γιὰ νὰ ἀπατήσει τὰ σύμπαντα.
Θὰ εἶναι ταπεινός, ἥσυχος, θὰ μισεῖ τὴν ἀδικία, θὰ ἀποστρέφεται τὰ εἴδωλα, θὰ προτιμᾶ τὴν Εὐσέβεια, Ἀγαθός, Φιλόπτωχος, Εὐειδὴς καθ’ ὑπερβολή (πάρα πολὺ ὄμορφος), Εὐκατάστατος, Ἱλαρὸς (γεμάτος χαρά) εἰς ὅλους, θὰ τιμᾶ πολὺ τὸ γένος τῶν Ἰουδαίων, διότι αὐτοὶ περιμένουν τὴν ἔλευσή του. Μεταξὺ δὲ ὅλων αὐτῶν, θὰ ἐκτελεῖ σημεῖα καὶ τέρατα, φόβητρα μὲ πολλὴ ΕΞΟΥΣΙΑ, θὰ προσπαθεῖ δολίως νὰ ἀρέσει σέ ὅλους, γιὰ νὰ ἀγαπηθεῖ γρήγορα ἀπὸ πολλούς, δὲν θὰ λάβει δῶρα, δὲν θὰ λαλήσει μεθ’ ἡμῶν, θὰ φαίνεται κατηφής, θὰ ἐξαπατᾶ τὸν κόσμο ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς εὐταξίας, ἕως οὖ βασιλεύσει.
Ὅταν λοιπὸν δοῦν λαοὶ πολλοὶ καὶ δῆμοι τέτοιες ἀρετές καὶ δυνάμεις, θὰ ἑνωθοῦν ὅλοι συγχρόνως μὲ μία γνώμη, καὶ μὲ χαρὰ μεγάλη τόν ἀνακηρύσσουν Βασιλέα, λέγοντες μεταξὺ τους: «μήπως ἄραγε εὑρίσκεται Ἄνθρωπος ἄλλος, τόσο ἀγαθὸς καὶ Δίκαιος»; Θὰ ἀνορθωθεῖ ἀμέσως ἡ Βασιλεία του, καὶ θὰ νικήσει τρεῖς Βασιλεῖς μεγάλους.
Ἔπειτα ἡ καρδία του θά γεμίσει ὑπερηφάνεια καὶ θὰ ἐκδηλώσει ὁ Δράκων τὴν πικρότητά του· ταράσσων τὴν Οἰκουμένη κινεῖ τὰ πέρατα, θλίβει τὰ σύμπαντα, καὶ μιαίνει τίς ψυχές. Ὄχι πλέον ὡς εὐλαβής, ἀλλὰ πολὺ αὐστηρὸς σέ ὅλα• ἀπότομος, ὀργίλος, θυμώδης, ἀκατάστατος, φοβερός, ἀηδής (ἀηδιαστικὸς) μισητός, βδελυκτός, ἀνήμερος, ἀλάστωρ, ἀναιδής, καὶ θά προσπαθεῖ νὰ ρίξει στὸν βόθρο τῆς ἀσέβειας ὅλο τὸ Ἀνθρώπινο γένος.
Θα πολλαπλασιάζει τα σημεῖα (θαύματα) ψευδῶς, καὶ ὄχι ἀληθῶς• καὶ ἐνῶ παρίσταται πολὺς λαὸς καὶ τὸν ἐπευφημεῖ, βάζει φωνὴ δυνατή, ὥστε νὰ σαλευθεῖ ὁ τόπος, ἐπὶ τοῦ ὁποίου στέκονται οἱ ὄχλοι, λέγων: «Γνωρίσατε ὅλοι οἱ λαοὶ τὴν δύναμή μου καὶ τὴν ἐξουσία»• μεταθέτει ὄρη, καὶ ἀνάγει νήσους ἀπὸ τὴν θάλασσα μὲ πλάνη καὶ φαντασία καὶ ἐνῶ πλανᾶ τὸν κόσμο καὶ φαντασιώνει τὰ σύμπαντα, πολλοὶ θὰ τόν δοξάζουν καὶ θὰ τόν πιστεύσουν, σάν Θεὸ ἰσχυρό. Τότε θὰ θρηνεῖ δεινῶς καὶ θὰ στενάζει κάθε ψυχή• τότε ὅλοι θὰ ὑποφέρουν θλίψη ἀπαρηγόρητη, ἡ ὁποία θὰ τούς κατέχει νύκτα καὶ ἡμέρα, καὶ δὲν θὰ βρίσκουν πουθενά παρηγορία.
Τότε τά νήπια θά πεθαίνουν στήν ἀγκαλιά τῶν μητέρων, ὅπως καί ἡ μητέρα· καὶ ὁ πατέρας, μέ τήν γυναίκα καί τά παιδία του θά πεθαίνουν στίς ἀγορές, καὶ δὲν θὰ ὑπάρχει κανείς νὰ τούς θάψει σέ μνῆμα.
Ἀπὸ τὰ πολλά πτώματα, τὰ ὁποῖα θὰ ρίπτωνται στίς πλατεῖες, θὰ ὑπάρχει παντοῦ δυσωδία, ἡ ὁποία θὰ στενοχωρεῖ πολύ τούς ζῶντες. Τὸ πρωΐ ὅλοι θὰ λέγουν μέ ὀδύνη καί στεναγμούς «πότε θά ἔλθει τό βράδυ, γιά νά ἀναπαυθοῦμε λίγο». Ὅταν δέ ἔλθει τό ἀπόγευμα, θά λέγουν μέ πικρότατα δάκρυα: «πότε ἄραγε θὰ φωτίσει διὰ ν’ ἀποφύγουμε τὴν θλίψη, ἡ ὁποία μᾶς κυριεύει»; Καὶ δὲν θὰ ὑπάρχει τόπος νὰ φύγει κάποιος καὶ νὰ κρυβεῖ, διότι τὰ πάντα θὰ ταραχθοῦν, καὶ ἡ θάλασσα καὶ ἡ ξηρά. Δία τοῦτο μᾶς εἶπε ὁ Κύριος «γρηγορεῖτε δεόμενοι ἀδιαλείπτως νὰ διαφύγετε τὴν θλίψη»• θὰ εἶναι δυσωδία σύγχυση, στήν θάλασσα, στήν ξηρά, καί πεῖνα, σεισμοί, φόβητρα ἐπί τῆς Γῆς καί στήν θάλασσα.
Χρυσὸς πολύς καὶ ἄργυρος, καὶ μεταξωτὰ ρούχα, ἀλλὰ ὅλα μάταια σ’ ἐκείνη τήν θλίψη . Καὶ ὅλοι οἱ Ἄνθρωποι θά μακαρίζουν ὅσους ἔχουν πεθάνει, πρὶν ἔλθει ἡ μεγάλη θλίψη ἐπὶ τῆς Γῆς.
Διότι ρίπτεται καὶ ὁ χρυσὸς καὶ ὁ ἄργυρος στὶς πλατείας καὶ κανεὶς δὲν ἀγγίζει αὐτά• ἐπειδὴ ὅλα εἶναι βδελυκτά.
Ὅλοι σπουδάζουν νὰ διαφύγουν καὶ νὰ κρυφτοῦν, ἀλλὰ πουθενὰ δὲν ὑπάρχει τόπος γιὰ νὰ κρυφτοῦν ἀπὸ τὴν θλίψη.
Καὶ πέρα ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ τὴν θλίψη, καὶ τόν φόβο, ὑπάρχουν καὶ τὰ θηρία καὶ τὰ ἑρπετὰ ποὺ δαγκώνουν• μέσα φόβος, καὶ ἔξω τρόμος καὶ νύκτα καὶ ἡμέρα πτώματα κείτονται στὶς πλατεῖες. Στὶς πλατεῖες δυσωδία, στὶς οἰκῖες πεῖνα καὶ δίψα• στὶς πλατεῖες κλάμματα, στὶς οἰκῖες θόρυβος.
Ὁ κάθε ἕνας μὲ κλάμματα συναντᾶ τὸν ἄλλο• ὁ πατέρας τὸ παιδί, καὶ ὁ υἱὸς τὸν πατέρα, ἡ μητέρα τὴν θυγατέρα• οἱ φίλοι μὲ τοὺς φίλους καὶ οἱ ἀδελφοὶ μὲ τοὺς ἀδελφοὺς ἐναγκαλίζονται καί πεθαίνουν. Μαράθηκε καὶ ἡ ὀμορφία τοῦ προσώπου κάθε σάρκας. Καὶ γίνονται οἱ μορφὲς τῶν ἀνθρώπων σὰν νεκροῦ. Γίνεται βδελυκτὴ καὶ μισητὴ ἡ ὀμορφία τῶν γυναικῶν· θὰ μαραθεῖ κάθε σάρκα, καὶ ἡ ἐπιθυμία ἀπό τούς Ἀνθρώπους.
Καὶ ὅλοι, ὅσοι ἐπείσθησαν στὸ φοβερὸ Θηρίο, καὶ ἔλαβαν τὴν ΣΦΡΑΓΙΔΑ του, προστρέχοντας πρὸς αὐτὸν θὰ λέγουν μέ ὀδύνη: «Δός μας νὰ φᾶμε καὶ νὰ πιοῦμε, διότι ὅλοι πεθαίνουμε τῆς πείνας, καὶ διῶξε ἀπὸ μᾶς τὰ δηλητηριώδη θηρία». Καὶ ὁ Ἄθλιος τούς ἀποκρίνεται πολὺ ἀπότομα λέγοντας: «ἀπὸ ποὺ νὰ βρῶ καὶ νὰ σᾶς δώσω νὰ φᾶτε καὶ νὰ πιεῖτε, ὢ Ἄνθρωποι, ὁ οὐρανὸς ἀρνεῖται νὰ βρέξει στὴν Γῆ• καὶ ἡ Γῆ πάλι δὲν ἀπέδωσε καρπούς, στὴν ἐποχὴ τοῦ θερισμοῦ». Ἀκούοντας αὐτὰ οἱ λαοί, θὰ πενθοῦν καὶ θὰ κλαίουν, χωρὶς παρηγορία, διότι τόσο πρόθυμα ἐπίστευσαν σ’ ἕνα Τύραννο, ὁ ὁποῖος οὔτε τὸν ἑαυτόν του δὲν μπορεῖ νὰ βοήθησει, πόσο μᾶλλον αὐτούς; Ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες θὰ γίνει μεγάλη ἀνάγκη καί στενοχώρια ἐξ αἰτίας τοῦ Δράκοντος, καὶ τοῦ φόβου, καὶ τοῦ σεισμοῦ, καὶ τοῦ ἤχου τῆς Θαλάσσης, καὶ τῆς πεῖνας, καὶ τῆς δίψας, καὶ τῶν δαγκωμάτων τῶν θηρίων.
Καὶ ὅλοι, ὅσοι ἔλαβαν τὴν ΣΦΡΑΓΙΔΑ τοῦ Ἀντιχρίστου, καὶ τὸν Προσκύνησαν σὰν Θεό, δὲν θὰ ἔχουν θέση στὴν Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὸν Δράκοντα θὰ πεταχτοῦν στὴν γέεννα.
Μακάριος ὅποιος βρεθεῖ Πανάγιος καὶ Πάμπιστος, καὶ ἔχων δοσμένη τὴν καρδία του στὸν Θεὸ ἀδιστάκτως• διότι ἀφόβως θὰ ἀποκρούσει τὶς ἐρωτήσεις τοῦ Πονηροῦ, καταφρονών καὶ τὰ βασανιστήρια, καὶ τὶς φαντασίες του.
Πρὶν δὲ γίνουν ὅλα αὐτά, θ’ ἀποστείλει ὁ Κύριος, Ἠλία τὸν Θεσβίτη καὶ τὸν Ἐνώχ, ὡς εὔσπλαχνος, γιὰ νὰ παρακινήσουν σὲ εὐσέβεια τὸ γένος τῶν Ἀνθρώπων, καὶ νὰ κηρύξουν μὲ θάρρος τὴν Θεογνωσία σέ ὅλους τούς Ἀνθρώπους, γιὰ νὰ μὴ πιστεύσουν στὸν Τύραννο ἀπὸ ΦΟΒΟ, καὶ θὰ λένε:
«Πλάνος εἶναι, ὢ Ἄνθρωποι, κανεὶς ἂς μὴ πιστεύσει σέ αὐτόν, οὔτε νὰ ὑπακούσει στὸν Θεομάχο• ἂς μὴ φοβηθεῖ κανεὶς σας, διότι γρήγορα θὰ ἀφανισθεῖ. Ἰδοὺ ἔρχεται ὁ Κύριος ἐξ Οὐρανοῦ, γιὰ νὰ κρίνει ὅλους, ὅσοι ἐπείσθησαν εἰς τὰ σημεῖα αὐτοῦ»• ἀλλ’ ὀλίγοι εἶναι τότε αὐτοὶ ποὺ θὰ ὑπακούσουν, καὶ θὰ πιστεύσουν στὸ κήρυγμα τῶν Προφητῶν.
Ταῦτα δὲ κάνει ὁ Σωτήρας, γιὰ νὰ δείξει τὴν μεγάλη του φιλανθρωπία• ὅτι, οὔτε κατὰ τὸν καιρὸ ἐκεῖνο δὲν ἀφήνει τὸ γένος τῶν Ἀνθρώπων χωρὶς κήρυγμα, γιὰ νὰ εἶναι ὅλοι ἀναπολόγητοι στὴν κρίση.
Πολλοὶ δὲ τῶν Ἁγίων, ὅσοι τότε θὰ βρεθούν εἰς τὴν ἔλευση τοῦ μιαροῦ, θα χύνουν ποταμηδὸν τὰ δάκρυα μετὰ στεναγμῶν πρὸς τὸν Ἅγιο Θεὸ, γιὰ νὰ λυτρωθοῦν ἀπὸ τὸν Δράκοντα• καὶ φεύγουν μετὰ μεγάλης σπουδῆς στίς ἐρήμους, καὶ κρύπτονται στὰ ὅρη, καὶ τὰ σπήλαια μέ φόβο• καὶ πασπαλίζουν χῶμα καὶ στάχτη τά κεφάλια τους, παρακαλοῦντες νύκτα καὶ ἡμέρα μέ πολλή ταπείνωση. Καὶ ὁ Ἅγιος Θεὸς θά τούς χαρίσει τοῦτο• δηλαδὴ τούς ὁδηγεῖ ἡ χάρις Του σέ ὁρισμένους τόπους, καὶ ΣΩΖΟΝΤΑΙ κρυπτόμενοι στίς ὁπές καὶ τὰ σπήλαια μὴ βλέποντας τὰ σημεῖα καὶ τὰ φόβητρα τοῦ Ἀντιχρίστου.
Διότι ἡ ἔλευσή του γίνεται γνωστὴ στοὺς ἔχοντες τὸν νοῦ προσηλωμένο εἰς τὰ ἄνω• εἰς δὲ τοὺς ἔχοντες τὸν νοῦ σέ ΒΙΩΤΙΚΑ πράγματα, καὶ ποθοῦντας τὰ γήινα, δὲν θὰ γίνει φανερὸ τοῦτο. Διότι ὅποιος εἶναι δεμένος πάντοτε σέ ΒΙΩΤΙΚΑ πράγματα, καὶ ἂν ἀκούσει, ἀπιστεῖ, καὶ ἀποστρέφεται τὸν λέγοντα. Οἱ δὲ Ἅγιοι θά ἐνδυναμωθοῦν, διότι πάντοτε ΑΠΕΡΡΙΨΑΝ τὴν ΜΕΡΙΜΝΑ τοῦ ΒΙΟΥ τούτου.
Τότε πενθεῖ πᾶσα ἡ Γῆ καὶ ἡ θάλασσα• καὶ ὁ ἀέρας πενθεῖ, συγχρόνως δὲ καὶ τὰ ἄγρια ζῶα, μετὰ τῶν πετεινῶν τοῦ Οὐρανοῦ• πενθοῦν ὂρη καὶ βουνά, καὶ τὰ δένδρα τῶν πεδιάδων• πενθοῦν δὲ καὶ οἱ φωστῆρες τοῦ Οὐρανοῦ γιὰ τὸ γένος τῶν Ἀνθρώπων, ὅτι ὅλοι ἐξέκλιναν ἀπὸ τοῦ Ἁγίου Θεοῦ, καὶ πισπεύσαν στὸν Πλάνο, καί δέχθηκαν τὸ ΣΗΜΕΙΟ τοῦ μιαροῦ καὶ Θεομάχου, ἀντὶ τοῦ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος. Πενθεῖ ἡ Γῆ καὶ ἡ θάλασσα, διότι αἰφνιδίως κατέπαυσε ἡ φωνὴ τῆς ψαλμωδίας καὶ τῆς προσευχῆς ἐκ στόματος Ἀνθρώπου. Πενθοῦν ὅλες οἱ Ἐκκλησίες τοῦ Χριστοῦ πένθος μέγα• διότι δὲν λειτουργεῖται ὁ Ἁγιασμὸς καὶ ἡ Προσφορά.
Ὅταν λοιπὸν συμπληρωθοῦν οἱ τρεῖς καιροὶ καὶ ἥμισυς τῆς ἐξουσίας καὶ πράξεως τοῦ μιαροῦ, καὶ ὅταν ἐκπληρωθοῦν τὰ σκάνδαλα ὅλης τῆς Γῆς, θὰ ἔλθει ἐπὶ τέλους ὁ Κύριος, σάν Ἀστραπὴ Ἀστράπτων ἐξ Οὐρανοῦ, ὁ Ἅγιος καὶ Ἄχραντος καὶ Φοβερὸς καὶ Ἔνδοξος Θεὸς ἡμῶν, μετὰ δόξης ἀκατανοήτου, προτρεχόντων ἐνώπιoν τῆς δόξης Αὐτοῦ τῶν ταγμάτων τῶν Ἀγγέλων καὶ Ἀρχαγγέλων, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὅλοι φλόγες πυρός, καὶ ποταμὸς πλήρης πυρὸς μέ φοβερή ἀνεμοζάλη. Τὰ Χερουβεὶμ ἔχοντα τό βλέμμα κάτω, καὶ τὰ Σεραφεὶμ ἱπτάμενα καὶ κρύπτοντα τὰ πρόσωπα καὶ τούς πόδες, στίς πύρινες πτέρυγες, θά κράζουν μέ φρίκη «Ἐγείρεστε οἱ κοιμώμενοι. Ἰδού, ἦλθεν ὁ Νυμφίος». Ἀνοίγονται δὲ τὰ μνήματα, καὶ ἐν ριπῆ ὀφθαλμοῦ ἐγείρονται ὅλες οἱ φυλὲς τῆς Γῆς, καὶ βλέπουν τὸ κάλλος τὸ Ἅγιον τοῦ Νυμφίου• καὶ μύριαι μυριάδες, καὶ χίλιαι χιλιάδες Ἀγγέλων καὶ Ἀρχαγγέλων, καὶ ἀναρίθμητες στρατιές, χαίρουν χαρὰ μεγάλη, Ἅγιοι δὲ καὶ Δίκαιοι καὶ ὅλοι, ὅσοι δὲν ἔλαβαν τὴν ΣΦΡΑΓΙΔΑ τοῦ Δράκοντος καὶ ἀσεβοῦς, ἀγάλλονται. Καὶ ὁδηγεῖται ὁ Τύραννος δεμένος ὑπὸ Ἀγγέλων, μὲ ὅλους τούς Δαίμονες ἐνώπιον τοῦ Βήματος• καὶ οἱ λαβόντες τὴν ΣΦΡΑΓΙΔΑ του, καὶ ὅλοι οἱ ἀσεβεῖς καὶ ἁμαρτωλοὶ δεμένοι• καὶ δίδει ὁ Βασιλεὺς τὴν κατ’ αὐτῶν ΑΠΟΦΑΣΗ τῆς καταδίκης εἰς τὸ ΠΥΡ τὸ ἄσβεστον.
Όλοι δὲ οἱ μὴ λαβόντες τὴν ΣΦΡΑΓΙΔΑ τοῦ Ἀντιχρίστου, καὶ οἱ στά σπήλαια, χαίρονται μέ τόν Νυμφίο στὸν Νυμφικὸ θάλαμο τὸν Αἰώνιο καὶ Οὐράνιο, μέ ὅλους τούς Ἁγίους, εἰς τούς ἀπεράντους αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου