Η πορεία και το μοναχικό τέλος του Τάκη Χαλά, του πλέον αναγνωρίσιμου νάνου του ελληνικού κινηματογράφου και η αδικία να τον ξεχάσουν μετα θανατον !!!
Για κάποιο λόγο οι ιστορίες των ανθρώπων που έζησαν στο πετσί τους τις διακρίσεις και τον κοινωνικό αποκλεισμό και παρ’ όλα αυτά στάθηκαν στα πόδια τους και μεγαλούργησαν έχουν πάντα ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς, όπως είναι φυσικό, οι πρωταγωνιστές κερδίζουν τη συμπάθεια του κοινού. Αυτό το ενδιαφέρον γίνεται ακόμα πιο έντονο όταν παρά τα όσα πέτυχε στη ζωή του ο ήρωας της ιστορίας, η μοίρα τον στέλνει ξανά στο πρώτο σκαλοπάτι απ’ όπου ξεκίνησε, ξεχασμένος από τους πάντες και τα πάντα. Σα συμπέρασμα του συγκεκριμένου προλόγου θα μπορούσε κάποιος να πει πως η πλειονότητα των ανθρώπινων σχέσεων καλύπτεται από ένα εφήμερο πέπλο το οποίο όταν τραβηχτεί, προβάλει η πιο άγρια και επίπονη μορφή της μοναξιάς. Είσαι άνθρωπος με κάποια ιδιαιτερότητα και πετυχημένος; Όλα καλά. Τα φώτα της δημοσιότητας στρέφονται μακριά από εσένα; Είσαι καταδικασμένος να πεθάνεις μόνος. Η ιστορία του Τάκη Χαλά, είναι μια από αυτές τις ιστορίες. Δούλευε σε βενζινάδικο πριν κατορθώσει να φτάσει να παίζει στο Εθνικό Θέατρο κερδίζοντας τον τίτλο του πιο μικρόσωμου ηθοποιού που έπαιξε στη «Μέκκα» των εγχώριων σκηνών. Κατόρθωσε και στάθηκε ανάμεσα σε ιερά τέρατα του χώρου, πριν καταλήξει ξεχασμένος από τους πάντες και τα πάντα στην Πάρο, με μοναδικό στήριγμα του μέχρι το θάνατο την πολυαγαπημένη του αδερφή, η οποία στάθηκε βράχος στο πλάι του, μέχρι την τελευταία στιγμή. Τα πρώτα δύσκολα χρόνια και η αρχή μιας σπουδαίας καριέρας Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο Τάκης Χαλάς γεννήθηκε το 1951. Ο νανισμός από τον οποίο έπασχε (ιδιαίτερα) εκείνη την εποχή ήταν, επί της ουσίας, «διαβατήριο» για μια ζωή δύσκολη, γεμάτη διακρίσεις. Από πιτσιρικάς, ωστόσο, δεν έδειξε καμία διάθεση να παραδοθεί. Με βασικό όπλο το πηγαίο χιούμορ του, έκανε ότι μπορούσε (όχι πάντα με επιτυχία) προκειμένου να μετατρέψει το μειονέκτημα σε πλεονέκτημα. Τα σχολικά χρόνια ήταν δύσκολα, γιατί ως γνωστών τα παιδιά είναι πάντα εξαιρετικά σκληρά. Σε νεαρή ηλικία ο Χαλάς έπιασε δουλειά σε ένα βενζινάδικο και εκεί για πρώτη φορά η τύχη του χαμογέλασε… διάπλατα. Μια ημέρα ο σπουδαίος θεατρικός παραγωγός Βαγγέλης Λιβαδάς, σταμάτησε για να βάλει βενζίνη. Έμεινε να παρατηρεί τον «δαιμόνιο» κοντό. Ο Χαλάς, συνηθισμένος από τέτοιες συμπεριφορές έβγαλε από τη θήκη του, το πιο σημαντικό όπλο που διέθετε. Τον αυτοσαρκασμό και το χιούμορ. «Τι κοιτάς αφεντικό; Που η μάνικα είναι ψηλότερη από εμένα»; είπε, απευθυνόμενος στον Λιβαδά ο οποίος κατάλαβε πως δεν είχε απέναντι του κάποιον τυχαίο άνθρωπο αλλά μια χαρισματική προσωπικότητα και βέβαια δεν έχασε την ευκαιρία.
Έβγαλε τον Χαλά από το βενζινάδικο και τον έβαλε στον… μαγικό χώρο του θεάματος. Αρχικά, του δίνει ένα μικρό ρόλο σε μια καλοκαιρινή επιθεώρηση στο θέατρο Παρκ. Αλλά αυτό ήταν μόνο η αρχή. Στη συνέχεια ο αγαπημένος νάνος θα βάλει στο βιογραφικό του συμμετοχές σε αρκετές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου όπως «Ο Λαμπρούκος μπαλαντέρ», «Εγώ ρεζίλεψα τον Χίτλερ», «Ο Θανάσης στη Χώρα της σφαλιάρας», «Η ζούγκλα των πόλεων», «Ο Μανωλιός ξαναχτυπά» κ.α. Παράλληλα, θα συνεργαστεί με σπουδαίους ηθοποιούς όπως ο Λάμπρος Κωντσαντάρας, η Μάρω Κοντού, ο Κώστας Βουτσάς, η Αιμιλία Υψηλάντη, ο Αντώνης Παπαδόπουλος, ο Μάνος Κατράκης, ο Σπύρος Καλογήρου, η Μαίρη Χρονοπούλου και ο Γιώργος Παπαζήσης. Η εποχή της βιντεοκασέτας και το Εθνικό Θέατρο Με την πάροδο του χρόνου, ο Τάκης Χαλάς, έφτιαξε όνομα στο χώρο και έγινε ο μικρόσωμος ηθοποιός που ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στο κοινό και προκαλούσε το γέλιο ακόμα και μόνο με τις κινήσεις ή τους μορφασμούς του. Η μεγάλη επιτυχία του Χαλά, ωστόσο, ήρθε με τις βιντεοταινίες της δεκαετίας του ’80 όπου έλαβε και την μεγάλη αναγνωσιμότητά που είχε. «Αδέσποτος καβαλάρης», «Κερατάς και δαρμένος», «Ο Ράμπο ο κοντός και η τάπα», «Ριφιφίδες του έρωτα», είναι μερικές από αυτές. Εκεί ο μικρόσωμος ηθοποιός έδειξε τις τεράστιες δυνατότητες που είχε στην κωμωδία καθώς, όπως έλεγαν άνθρωποι που ήξεραν πρόσωπα και πράγματα εκείνη την εποχή, πολλές φορές αγνοούσε το σενάριο και έβαζε τη δικιά του χιουμοριστική πινελιά. Όσο μεγάλη κι αν ήταν εκείνη η επιτυχία, ωστόσο, ο Τάκης Χαλάς πάντα θεωρούσε πως η στιγμή της δικής του καταξίωσης ήρθε όταν έγινε ο πιο μικρόσωμος ηθοποιός που κατάφερε και έπαιξε σε παράσταση στο Εθνικό Θέατρο. Το θεωρούσε κάτι σαν παράσημο και όχι άδικα.
Οι κόποι του, η σκληρή δουλειά αλλά και το πηγαίο ταλέντο του, επιβραβεύτηκαν όταν πάτησε στη σκηνή τόσο του Εθνικού όσο και του Θεάτρου Τέχνης «Κάρολος Κουν» για διάφορες παραστάσεις. «Καζιμίρ και Καρολίνα» το 1981, «Βολπόνε» το 1986, «Η γυναίκα της Ζάκυνθος» το 1998 αλλά και ο «Δον Ζουάν» το 2000 η οποία έμελλε να είναι και η τελευταία σπουδαία δουλειά του μικρόσωμου ηθοποιού. Από εκεί και πέρα η ζωή επιφύλαξε μόνο πίκρες και πόνο… Η εγκατάλειψη και το μοναχικό τέλος
Τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε ο Τάκης Χαλάς ήταν πολλά. Τα περισσότερα και σημαντικότερα από αυτά εστιάζονταν στα πόδια του εξαιτίας του νανισμού από τον οποίο έπασχε. Όπως εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς, μόνο εύκολα αντιμετωπίσιμα δεν ήταν αυτά τα προβλήματα και έτσι σταδιακά ο Χαλάς άρχισε να χάνεται από το καλλιτεχνικό στερέωμα. Από τους πόνους δεν κατάφερε ποτέ ξανά να ανέβει στη σκηνή ή να παίξει σε κάποια ταινία. Μη αντέχοντας άλλο έφυγε από την Αθήνα και βρήκε καταφύγιο στο σπίτι της αδερφής του στην Πάρο. Προσπάθησε να πάρει και μια αναπηρική σύνταξη προκειμένου να μπορεί να αυτοσυντηρείται αλλά δεν του δόθηκε ποτέ (σε μια εποχή που όπως αποδείχθηκε στα μετέπειτα χρόνια, οι αναπηρικές συντάξεις δίνονταν ακόμα και σε τυφλούς που… έβλεπαν τα πάντα). Το χειρότερο είναι πως ο Χαλάς ξεχάστηκε γρήγορα και απ’ όλους. Ακόμα και από τους συναδέλφους τους με τους οποίους μαζί έκαναν μεγάλες επιτυχίες. Κανείς δεν τον θυμήθηκε στα δύσκολα χρόνια. Λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή συγχώρεσε τους πάντες και ζήτησε από την αδερφή του να τους καλέσει όλους στην κηδεία του. Τελικά δεν πήγε κανείς… «Την τελευταία φορά που τον είδα, πριν κάμποσα χρόνια, ήταν στη Πάρο, είχε βρει άσυλο στην αδερφή του. Είχαμε τελειώσει μια παράσταση στο νησί και βόλταρα, αργά τη νύχτα στη παραλία, όταν άκουσα ένα ξεψυχισμένο ψίθυρο σ’ ένα παγκάκι, σταμάτησα κι ήταν ο κοντούλης συνάδελφος μέσα στη νύχτα. Ανήμπορος και με πρησμένα πόδια. […] Συχώρα μας φίλε Τάκη και μένα και τους άλλους που δεν ήρθαμε στον αποχαιρετισμό, αλλά ντρεπόμαστε γιατί όλοι σε είχαμε ξεχάσει, πως λοιπόν να σε θυμόμαστε στο φριχτό φευγιό σου από ένα κόσμο θεατρίνικο γεμάτο υποκρισία… Θα μιλήσουμε άλλοτε αν ηθοποιός σημαίνει φως ή απλά ένα επάγγελμα», έγραψε λίγα χρόνια ο ηθοποιός Κώστας Τσάκωνας. Ο Τάκης Χαλάς πέθανε το 2003 και με το θάνατό του απέδειξε πως υπάρχουν άνθρωποι ψηλότεροι από το μπόι τους. http://www.newsbeast.gr/
Για κάποιο λόγο οι ιστορίες των ανθρώπων που έζησαν στο πετσί τους τις διακρίσεις και τον κοινωνικό αποκλεισμό και παρ’ όλα αυτά στάθηκαν στα πόδια τους και μεγαλούργησαν έχουν πάντα ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς, όπως είναι φυσικό, οι πρωταγωνιστές κερδίζουν τη συμπάθεια του κοινού. Αυτό το ενδιαφέρον γίνεται ακόμα πιο έντονο όταν παρά τα όσα πέτυχε στη ζωή του ο ήρωας της ιστορίας, η μοίρα τον στέλνει ξανά στο πρώτο σκαλοπάτι απ’ όπου ξεκίνησε, ξεχασμένος από τους πάντες και τα πάντα. Σα συμπέρασμα του συγκεκριμένου προλόγου θα μπορούσε κάποιος να πει πως η πλειονότητα των ανθρώπινων σχέσεων καλύπτεται από ένα εφήμερο πέπλο το οποίο όταν τραβηχτεί, προβάλει η πιο άγρια και επίπονη μορφή της μοναξιάς. Είσαι άνθρωπος με κάποια ιδιαιτερότητα και πετυχημένος; Όλα καλά. Τα φώτα της δημοσιότητας στρέφονται μακριά από εσένα; Είσαι καταδικασμένος να πεθάνεις μόνος. Η ιστορία του Τάκη Χαλά, είναι μια από αυτές τις ιστορίες. Δούλευε σε βενζινάδικο πριν κατορθώσει να φτάσει να παίζει στο Εθνικό Θέατρο κερδίζοντας τον τίτλο του πιο μικρόσωμου ηθοποιού που έπαιξε στη «Μέκκα» των εγχώριων σκηνών. Κατόρθωσε και στάθηκε ανάμεσα σε ιερά τέρατα του χώρου, πριν καταλήξει ξεχασμένος από τους πάντες και τα πάντα στην Πάρο, με μοναδικό στήριγμα του μέχρι το θάνατο την πολυαγαπημένη του αδερφή, η οποία στάθηκε βράχος στο πλάι του, μέχρι την τελευταία στιγμή. Τα πρώτα δύσκολα χρόνια και η αρχή μιας σπουδαίας καριέρας Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο Τάκης Χαλάς γεννήθηκε το 1951. Ο νανισμός από τον οποίο έπασχε (ιδιαίτερα) εκείνη την εποχή ήταν, επί της ουσίας, «διαβατήριο» για μια ζωή δύσκολη, γεμάτη διακρίσεις. Από πιτσιρικάς, ωστόσο, δεν έδειξε καμία διάθεση να παραδοθεί. Με βασικό όπλο το πηγαίο χιούμορ του, έκανε ότι μπορούσε (όχι πάντα με επιτυχία) προκειμένου να μετατρέψει το μειονέκτημα σε πλεονέκτημα. Τα σχολικά χρόνια ήταν δύσκολα, γιατί ως γνωστών τα παιδιά είναι πάντα εξαιρετικά σκληρά. Σε νεαρή ηλικία ο Χαλάς έπιασε δουλειά σε ένα βενζινάδικο και εκεί για πρώτη φορά η τύχη του χαμογέλασε… διάπλατα. Μια ημέρα ο σπουδαίος θεατρικός παραγωγός Βαγγέλης Λιβαδάς, σταμάτησε για να βάλει βενζίνη. Έμεινε να παρατηρεί τον «δαιμόνιο» κοντό. Ο Χαλάς, συνηθισμένος από τέτοιες συμπεριφορές έβγαλε από τη θήκη του, το πιο σημαντικό όπλο που διέθετε. Τον αυτοσαρκασμό και το χιούμορ. «Τι κοιτάς αφεντικό; Που η μάνικα είναι ψηλότερη από εμένα»; είπε, απευθυνόμενος στον Λιβαδά ο οποίος κατάλαβε πως δεν είχε απέναντι του κάποιον τυχαίο άνθρωπο αλλά μια χαρισματική προσωπικότητα και βέβαια δεν έχασε την ευκαιρία.
Έβγαλε τον Χαλά από το βενζινάδικο και τον έβαλε στον… μαγικό χώρο του θεάματος. Αρχικά, του δίνει ένα μικρό ρόλο σε μια καλοκαιρινή επιθεώρηση στο θέατρο Παρκ. Αλλά αυτό ήταν μόνο η αρχή. Στη συνέχεια ο αγαπημένος νάνος θα βάλει στο βιογραφικό του συμμετοχές σε αρκετές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου όπως «Ο Λαμπρούκος μπαλαντέρ», «Εγώ ρεζίλεψα τον Χίτλερ», «Ο Θανάσης στη Χώρα της σφαλιάρας», «Η ζούγκλα των πόλεων», «Ο Μανωλιός ξαναχτυπά» κ.α. Παράλληλα, θα συνεργαστεί με σπουδαίους ηθοποιούς όπως ο Λάμπρος Κωντσαντάρας, η Μάρω Κοντού, ο Κώστας Βουτσάς, η Αιμιλία Υψηλάντη, ο Αντώνης Παπαδόπουλος, ο Μάνος Κατράκης, ο Σπύρος Καλογήρου, η Μαίρη Χρονοπούλου και ο Γιώργος Παπαζήσης. Η εποχή της βιντεοκασέτας και το Εθνικό Θέατρο Με την πάροδο του χρόνου, ο Τάκης Χαλάς, έφτιαξε όνομα στο χώρο και έγινε ο μικρόσωμος ηθοποιός που ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στο κοινό και προκαλούσε το γέλιο ακόμα και μόνο με τις κινήσεις ή τους μορφασμούς του. Η μεγάλη επιτυχία του Χαλά, ωστόσο, ήρθε με τις βιντεοταινίες της δεκαετίας του ’80 όπου έλαβε και την μεγάλη αναγνωσιμότητά που είχε. «Αδέσποτος καβαλάρης», «Κερατάς και δαρμένος», «Ο Ράμπο ο κοντός και η τάπα», «Ριφιφίδες του έρωτα», είναι μερικές από αυτές. Εκεί ο μικρόσωμος ηθοποιός έδειξε τις τεράστιες δυνατότητες που είχε στην κωμωδία καθώς, όπως έλεγαν άνθρωποι που ήξεραν πρόσωπα και πράγματα εκείνη την εποχή, πολλές φορές αγνοούσε το σενάριο και έβαζε τη δικιά του χιουμοριστική πινελιά. Όσο μεγάλη κι αν ήταν εκείνη η επιτυχία, ωστόσο, ο Τάκης Χαλάς πάντα θεωρούσε πως η στιγμή της δικής του καταξίωσης ήρθε όταν έγινε ο πιο μικρόσωμος ηθοποιός που κατάφερε και έπαιξε σε παράσταση στο Εθνικό Θέατρο. Το θεωρούσε κάτι σαν παράσημο και όχι άδικα.
Οι κόποι του, η σκληρή δουλειά αλλά και το πηγαίο ταλέντο του, επιβραβεύτηκαν όταν πάτησε στη σκηνή τόσο του Εθνικού όσο και του Θεάτρου Τέχνης «Κάρολος Κουν» για διάφορες παραστάσεις. «Καζιμίρ και Καρολίνα» το 1981, «Βολπόνε» το 1986, «Η γυναίκα της Ζάκυνθος» το 1998 αλλά και ο «Δον Ζουάν» το 2000 η οποία έμελλε να είναι και η τελευταία σπουδαία δουλειά του μικρόσωμου ηθοποιού. Από εκεί και πέρα η ζωή επιφύλαξε μόνο πίκρες και πόνο… Η εγκατάλειψη και το μοναχικό τέλος
Τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε ο Τάκης Χαλάς ήταν πολλά. Τα περισσότερα και σημαντικότερα από αυτά εστιάζονταν στα πόδια του εξαιτίας του νανισμού από τον οποίο έπασχε. Όπως εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς, μόνο εύκολα αντιμετωπίσιμα δεν ήταν αυτά τα προβλήματα και έτσι σταδιακά ο Χαλάς άρχισε να χάνεται από το καλλιτεχνικό στερέωμα. Από τους πόνους δεν κατάφερε ποτέ ξανά να ανέβει στη σκηνή ή να παίξει σε κάποια ταινία. Μη αντέχοντας άλλο έφυγε από την Αθήνα και βρήκε καταφύγιο στο σπίτι της αδερφής του στην Πάρο. Προσπάθησε να πάρει και μια αναπηρική σύνταξη προκειμένου να μπορεί να αυτοσυντηρείται αλλά δεν του δόθηκε ποτέ (σε μια εποχή που όπως αποδείχθηκε στα μετέπειτα χρόνια, οι αναπηρικές συντάξεις δίνονταν ακόμα και σε τυφλούς που… έβλεπαν τα πάντα). Το χειρότερο είναι πως ο Χαλάς ξεχάστηκε γρήγορα και απ’ όλους. Ακόμα και από τους συναδέλφους τους με τους οποίους μαζί έκαναν μεγάλες επιτυχίες. Κανείς δεν τον θυμήθηκε στα δύσκολα χρόνια. Λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή συγχώρεσε τους πάντες και ζήτησε από την αδερφή του να τους καλέσει όλους στην κηδεία του. Τελικά δεν πήγε κανείς… «Την τελευταία φορά που τον είδα, πριν κάμποσα χρόνια, ήταν στη Πάρο, είχε βρει άσυλο στην αδερφή του. Είχαμε τελειώσει μια παράσταση στο νησί και βόλταρα, αργά τη νύχτα στη παραλία, όταν άκουσα ένα ξεψυχισμένο ψίθυρο σ’ ένα παγκάκι, σταμάτησα κι ήταν ο κοντούλης συνάδελφος μέσα στη νύχτα. Ανήμπορος και με πρησμένα πόδια. […] Συχώρα μας φίλε Τάκη και μένα και τους άλλους που δεν ήρθαμε στον αποχαιρετισμό, αλλά ντρεπόμαστε γιατί όλοι σε είχαμε ξεχάσει, πως λοιπόν να σε θυμόμαστε στο φριχτό φευγιό σου από ένα κόσμο θεατρίνικο γεμάτο υποκρισία… Θα μιλήσουμε άλλοτε αν ηθοποιός σημαίνει φως ή απλά ένα επάγγελμα», έγραψε λίγα χρόνια ο ηθοποιός Κώστας Τσάκωνας. Ο Τάκης Χαλάς πέθανε το 2003 και με το θάνατό του απέδειξε πως υπάρχουν άνθρωποι ψηλότεροι από το μπόι τους. http://www.newsbeast.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου